Ο Ντικ Φαλντ, της Λίτμαν Μπράδερς, άφησε την τράπεζα του να καταρρεύσει ενώ ο ίδιος κέρδισε 350 εκατομμύρια δολάρια σε μια οχταετία, ο Λόιντ Μπλάνκαφαϊλ, της Γκόλντμαν Σακς, έλαβε το 2006 μπόνους 53,4 εκατομμυρίων δολαρίων, ο Στάνλεϊ Ο’Νηλ, πρώην πρόεδρος της Μέριλ Λιντς, συνταξιοδοτήθηκε πέρυσι παίρνοντας μαζί του 161 εκατομμύρια. Κοινός παρονομαστής όλων των παραπάνω υπήρξε η κατάρρευση των τραπεζών και των επιχειρήσεων που εκπροσωπούσαν, μέσα στο γενικό κλίμα της οικονομικής κρίσης. Μια κρίση που ξεκίνησε στην καρδιά της οικονομικής Μέκκας και εξαπλώθηκε σαν ιός σε κάθε άκρη του πλανήτη, επηρεάζοντας σε μεγαλύτερο βαθμό τις ανεπτυγμένες οικονομίες.
Μια από τις αιτίες της κατάρρευσης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνταν σε τομείς άμεσα σχετιζόμενους με την κίνηση μεγάλων κεφαλαίων, όπως οι ασφαλιστικές εταιρείες, αποτέλεσε η κατάχρηση εκατομμυρίων δολαρίων από τα στελέχη των επιχειρήσεων και η κερδοσκοπική τους δράση, μέσα στα νόμιμα πλαίσια που ρυθμίζουν την αγορά. «Λατρεύω τις κρίσεις και αγόρασα όταν η αγορά έπιασε πάτο», δήλωσε ο «βασιλιάς των κερδοσκόπων» Σάιμον Κόκγουελ, αυξάνοντας την περιουσία του κατά 320.000 ευρώ μέσα σε λιγότερο από μία ώρα. Δεν ήταν λίγες και οι περιπτώσεις στις οποίες στήνονταν ολόκληρες απάτες στη Wall Street, με χαρακτηριστικότερη αυτή του Μέιντοφ, με εικονικές επενδύσεις και παρακράτηση μεγάλων ποσών. Όπως τονίζει χαρακτηριστικά, ο βραβευμένος με Νόμπελ οικονομίας για το 2008, Πολ Κρούγκμαν, «Η περίπτωση του Μέιντοφ δεν διαφέρει ιδιαίτερα από τη δράση των υπόλοιπων golden-boys, καθώς οι ρυθμιστικές και ελεγκτικές αρχές είναι με τέτοιο τρόπο δομημένες ώστε να επιτρέπουν την κλοπή εκατομμυρίων δολαρίων με πλάγιο τρόπο και μηδαμινή προσπάθεια εκ μέρους των διευθυνόντων συμβούλων. Η διαφορά είναι ότι ο Μέιντοφ παράκαμψε τα βήματα που επιβάλουν οι Αρχές και έβαλε τα χρήματα κατευθείαν στην τσέπη του». Ωστόσο, δεν είναι λίγοι αυτοί που καταφέρονται ενάντια στις αμερικανικές χρηματιστηριακές ελεγκτικές αρχές, καθώς τις κατηγορούν για υπερβολική εξάρτηση από την κυβέρνηση ως αποτέλεσμα των περικοπών στις δαπάνες και την αλλαγή στη νομοθεσία.
Μια σημαντική παράμετρος στην τελική εκδήλωση της οικονομικής κρίσης έπαιξε και η στενή εξάρτηση της αγοράς από τους μεγάλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Η κατάρρευση μιας τράπεζας είχε ως συνέπεια να συμπαρασύρει και όλες τις υπόλοιπες, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, όπως συμβαίνει με την κίνηση του ντόμινο. Η ανεξέλεγκτη τάση των τραπεζών να προσφέρουν δάνεια με υψηλά επιτόκια και η αδυναμία των καταναλωτών να ανταποκριθούν στην αποπληρωμή τους, δημιούργησε τροχοπέδη στην ομαλή ροή του χρήματος στις αγορές. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι τράπεζες να βρεθούν ανίκανες να καλύψουν το έλλειμμα λόγω δανεισμού και να χρεοκοπήσουν, συμπαρασύροντας τον αντίστοιχο κλάδο. Στο σημείο εκείνο επενέβησαν οι κυβερνήσεις στις ΗΠΑ, τη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, τη Ρωσία, ανακοινώνοντας τη διοχέτευση εκατοντάδων δισεκατομμυρίων από τα δημόσια ταμεία⁵ και την κρατικοποίηση τμήματος ή ολόκληρων επιχειρήσεων ώστε να ρεύσει το χρήμα στην αγορά.
Αναζητώντας τα αίτια της «φούσκας» στις ΗΠΑ θα διαπιστώσει κανείς ότι η κουλτούρα της υπερδύναμης είχε έναν παγκόσμιο αντίκτυπο σε ότι αφορά τον τρόπο ζωής, βασισμένο στην καπιταλιστική συνταγή του υπέρμετρου καταναλωτισμού. Η οικονομία των ΗΠΑ, όσο παράξενο και αν ακούγεται, έχει εθιστεί στο συνεχόμενο δανεισμό κεφαλαίων από την Κίνα, της τάξεως των 11 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι δεσμοί των δύο χωρών έχουν επιτρέψει στις αμερικανικές επιχειρήσεις να επιδοθούν στο αγαπημένο τους άθλημα, την ανεξέλεγκτη κατανάλωση. Και αν κατά τον 19ο αιώνα τα κεφάλαια που δάνεισε η Μεγάλη Βρετανία κατέληξαν σε εσωτερικές επενδύσεις, με σημαντικότερη την κατασκευή του σιδηροδρομικού δικτύου της χώρας, ο 21ος αιώνας βρίσκει τον οικονομικό γίγαντα να ξοδεύει τα κινεζικά κεφάλαια σε δύο αδιέξοδους πολέμους (Ιράκ, Αφγανιστάν). Αυτή η «καταναλωτική κουλτούρα» του ανεπτυγμένου κόσμου επέδρασε βαθμιαία στην κατάρρευση της αγοράς, δίνοντας ένα ηχηρό χαστούκι σε όσους προέβλεψαν το Τέλος της Ιστορίας.
Εξετάζοντας το φαινόμενο από την σκοπιά της θεωρητικής προσέγγισης θα διαπιστώσουμε ότι η δομή του σημερινού συστήματος στηρίζεται στον οικονομικό φιλελευθερισμό, υπακούοντας τυφλά στις αρχές του Άνταμ Σμιθ. Θεμέλιος λίθος της θεωρίας, που γνώρισε τεράστια πρακτική εφαρμογή στα χρηματιστήρια της Wall Street, του Λονδίνου, του Τόκιο, αποτέλεσε η ελευθερία της αγοράς από κάθε είδους πολιτικών παρεμβάσεων και κρατικών ρυθμίσεων. Οι φιλελεύθεροι υποστηρίζουν ότι αν η οικονομία της αγοράς αφεθεί ανεπηρέαστη, θα λειτουργήσει αυθόρμητα σύμφωνα με τους δικούς της μηχανισμούς και «νόμους», και ότι οι κρατικές παρεμβάσεις είναι αντιοικονομικές, οπισθοδρομικές και μπορεί να οδηγήσουν σε σύγκρουση. Κατ’ επέκταση, το τελευταίο τέταρτο του αιώνα οι ιδέες που κυριαρχούσαν ήταν εκείνες του Ρέιγκαν και της Θάτσερ με τις ασταμάτητες ιδιωτικοποιήσεις. Όπως φάνηκε με την οικονομική κρίση, το «αόρατο χέρι» που καθοδηγεί την αγορά μπήκε σε γύψο και οι θιασώτες του οικονομικού φιλελευθερισμού παρακαλάνε για την κρατική ενίσχυση. Όπως έγραψε το 1943 ο Ούγγρος στοχαστής Καρλ Πολάνυ, «Αν επιτραπεί στον μηχανισμό της αγοράς ο ρόλος του μοναδικού ρυθμιστή της μοίρας των ανθρώπων και της φυσικής τους εξέλιξης, το αποτέλεσμα θα είναι η κοινωνική κατάρρευση».
Ο Μαρξιστής θεωρητικός Wallerstein είχε προβλέψει πως η επιτυχία και όχι η αποτυχία αποτελεί την πραγματική απειλή για τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Υποστήριξε ότι οι δυνατότητες επέκτασης, η αναζήτηση για επιπλέον κέρδη, θα προκαλέσουν νέες κρίσεις στην καπιταλιστική οικονομία. Προφανώς εννοούσε τους άπληστους χρηματιστές που καταχράστηκαν ιδιωτικά κεφάλαια. Ωστόσο, η κρατική ενίσχυση προς τις αποτυχημένες πρακτικές των μεγάλων επιχειρήσεων δεν στερείται κριτικής. Η Συνθήκη της Λισσαβόνας, που τόσο επίμονα προωθούσαν οι Ευρωπαίοι, στο άρθρο 107 απαγορεύει τις κρατικές ενισχύσεις και στο άρθρο 130 απαγορεύει τη βοήθεια από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αυτό το ξαφνικό άνοιγμα των κρατικών ταμείων για την ενίσχυση των υπό κατάρρευση εταιρειών αποτελεί μια υποκριτική στάση των κυβερνήσεων. Ο Αμερικανός συγγραφέας Κρις Φλόυντ υποστηρίζει ότι οι κυβερνήσεις έλεγαν ψέματα στους πολίτες τους ότι δεν έχουν χρήματα για την υγεία, για τα παιδιά, για το περιβάλλον, για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής. Τώρα όμως τρισεκατομμύρια δολάρια κατακλύζουν τις τράπεζες και τους μεσίτες από τις τσέπες των φορολογουμένων. Οι ίδιες κυβερνήσεις που υποσχέθηκαν ότι θα εξαλείψουν κατά το ήμιση τη φτώχεια και την πείνα του Τρίτου Κόσμου έως το 2015 με το φιλόδοξο «Στόχο της χιλιετίας». Υποσχέθηκαν 150 εκατομμύρια δολάρια και δεν έδωσαν ούτε εκατό, αντίθετα με τα 3 τρισεκατομμύρια που διέθεσαν για την σωτηρία του τραπεζικού συστήματος, τη στιγμή που κάθε 2,9 δευτερόλεπτα ένας άνθρωπος πεθαίνει στον κόσμο από πείνα.
Αποτυχημένες υπήρξαν και οι προσπάθειες των οργανισμών που αποτελούν την «ομπρέλα» του οικονομικού φιλελευθερισμού, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου. Όσα υπανάπτυκτα ή αναπτυσσόμενα κράτη εφάρμοσαν ευλαβικά τις αρχές τους, απέτυχαν οικτρά (Νικαράγουα, Αργεντινή), ενώ όσα τις καταστρατήγησαν σημείωσαν αλματώδη ποσοστά ανάπτυξης (Ινδία, Κίνα).
Η σημερινή μίζερη εικόνα είναι απογοητευτική καθώς στη μητρόπολη του κεφαλαίου 29 εκατομμύρια Αμερικανοί επιβιώνουν με κουπόνια για τρόφιμα (ένας στους 10 κατοίκους της Νέας Υόρκης), οι τρεις μεγαλύτερες αυτοκινητοβιομηχανίες της χώρας κινδυνεύουν με κατάρρευση, στην Ευρώπη των 27 οι πολίτες που ψάχνουν για δουλειά ανέρχονται στα 17 εκατομμύρια, στην Ισπανία η μείωση της απασχόλησης έφθασε το 47%, ενώ στη Βρετανία προβλέπεται απώλεια 600.000 θέσεων εργασίας μέσα στο 2009. Για να ανταπεξέλθουν οι κυβερνήσεις πήραν μέτρα για την ενίσχυση της οικονομίας για να μην υπάρξει περαιτέρω επιδείνωση στην πραγματική οικονομία. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ έριξε τα επιτόκια δανεισμού από 5,25% τον Αύγουστο του 2008 σε 0,25% τον Δεκέμβριο του 2008,¹⁷ ενώ η Βρετανία διαμόρφωσε τα επιτόκια της στο 1,5%, στα χαμηλότερα επίπεδα από την ίδρυση της Τράπεζας της Αγγλίας το 1694. Η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης είχε ως αποτέλεσμα την συσπείρωση των πιο ανεπτυγμένων κρατών, από G8 σε G20, για την εξεύρεση λύσεων, όπως οι επενδύσεις και η παράλληλη δημιουργία θέσεων εργασίας και η επένδυση στην «πράσινη οικονομία» για τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Μιχάλης Μήτσος,
Υπάρχουν και καλοί καπιταλιστές, ΤΑ ΝΕΑ, 11 Οκτωβρίου 2008, σελ. 44
Γιώργος Αγγελόπουλος,
Το πανηγύρι της κερδοσκοπίας, ΤΑ ΝΕΑ, 14 Οκτωβρίου 2008, σελ. 52
Paul Krugman,
The Madoff economy, International Herald Tribune, December 20, 2008, p. 7
Stehpen Dunbar-Johnson,
You mean that Bernie Madoff? International Herald Tribune, December 20, 2008, p. 6
Γιώργος Αγγελόπουλος,
«Έλεγα ψέματα επί 30 χρόνια», ΤΑ ΝΕΑ, 13 Οκτωβρίου 2008, σελ. 54
Mark Lander,
2 economic giants addicted to credit, , International Herald Tribune, December 27, 2008, p. 1
Robert Jackson – George Sorensen,
Θεωρία και Μεθοδολογία των Διεθνών Σχέσεων, Η Σύγχρονη Συζήτηση, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2006, σελ. 270
Μιχάλης Μήτσος,
Το αόρατο χέρι δεν υπάρχει, ΤΑ ΝΕΑ, 27 Οκτωβρίου 2008, σελ. 62
Robert Jackson – George Sorensen,
Θεωρία και Μεθοδολογία των Διεθνών Σχέσεων, Η Σύγχρονη Συζήτηση, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2006, σελ. 282,283
Ρούσσος Βρανάς,
Δρόμοι, ΤΑ ΝΕΑ, 21 Οκτωβρίου 2008, σελ. 51
Γιώργος Αγγελόπουλος,
«Έλεγαν ψέματα επί 30 χρόνια», ΤΑ ΝΕΑ, 13 Οκτωβρίου 2008, σελ. 54
Ρούσσος Βρανάς,
Δρόμοι, ΤΑ ΝΕΑ, 16 Οκτωβρίου 2008, σελ. 51
Ρούσσος Βρανάς,
Δρόμοι, ΤΑ ΝΕΑ, 20 Οκτωβρίου 2008, σελ. 62
Νόαμ Τσόμσκι,
Ισχύει ο,τι πούμε εμείς, Για την εξουσία των ΗΠΑ σ’ έναν κόσμο που αλλάζει, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2008, σελ. 60,61,63,65,95,96, επίσης στο Michael Barnett – Martha Finnemore,
Κανόνες για τον Κόσμο, Οι διεθνείς οργανισμοί στην παγκόσμια πολιτική, εκδ. Ι.Σιδέρης, Αθήνα, 2008, σελ. 66
Ρούσσος Βρανάς,
Δρόμοι, ΤΑ ΝΕΑ, 20 Οκτωβρίου 2008, σελ. 62
Τάσος Μαντικίδης,
Σοκ ανεργίας στην Ευρώπη, Το Βήμα – Οικονομία, 9 Ιανουαρίου 2009, σελ. 12
Γιώργος Κανελλόπουλος,
Επιτόκια στο μηδέν, ΤΑ ΝΕΑ, 17 Δεκεμβρίου 2008, σελ. 48
Μαρίτα Ζήκου,
Στο 1,5% τα επιτόκια στη Βρετανία, Βήμα – Οικονομία, 9 Ιανουαρίου 2009, σελ. 7
Ban Ki-Moon,
Οι τρεις δοκιμασίες για τον πλανήτη, Το Βήμα, 6 Ιανουαρίου 2009, σελ. 22